Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, ταξιδεύει εσπευσμένα στο Ισραήλ για συνάντηση με τον Μπενιαμίν Νετανιάχου, αλλά και στο Αμμάν, την πρωτεύουσα της Ιορδανίας, για μια τετραμερή σύνοδο κορυφής (*) με τον βασιλιά Αμπντάλα και τους ηγέτες των Παλαιστινίων και της Αιγύπτου, Μαχμούντ Αμπάς και Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι.

Οι διπλωματικές επαφές είναι πυρετώδεις για την αποτροπή μιας γενίκευσης του πολέμου Ισραήλ – Χαμάς, με την εμπλοκή του Ιράν, που θα μπορούσε να προκαλέσει μια ανάφλεξη με διεθνείς επιπτώσεις σε στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο.

Η επιστροφή στη Μέση Ανατολή εκτός από την κρισιμότητα της κατάστασης καταδεικνύει και μια δύσκολη αλήθεια για τις ΗΠΑ: Το τέλος των αμερικανικών ψευδαισθήσεων πως θα μπορούσαν να απεγκλωβιστούν από μια περιοχή που κυριαρχούσε στην ατζέντα της εθνικής ασφάλειας τον τελευταίο μισό αιώνα.

Όπως σημειώνει στο Foreign Affairs η Σούζαν Μαλόνεϊ, αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Brookings και Διευθύντρια του προγράμματος Εξωτερικής Πολιτικής, ο Τζο Μπάιντεν προωθούσε μια στρατηγική στον πυρήνα της οποίας βρισκόταν η παραδοχή πως η εμπλοκή στη Μέση Ανατολή αποσπά την προσοχή των ΗΠΑ από πιο επείγουσες διεθνείς προκλήσεις της σύγχρονης πραγματικότητας, όπως ο ανταγωνισμός με τη ανερχόμενη Κίνα, αλλά και ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Το σχέδιο κατέρρευσε εν μια νυκτί

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Λευκός Οίκος είχε επινοήσει ένα σχέδιο «αποστασιοποιήσης», το οποίο βασιζόταν στην εξομάλυνση των σχέσεων στη Μέση Ανατολή, μέσω και της οικοδόμησης διπλωματικών και οικονομικών δεσμών του Ισραήλ με αραβικά κράτα, τα οποία στο παρελθόν υπήρξαν εξαιρετικά εχθρικά. Με αυτόν τον τρόπο οι ΗΠΑ – εκτός των άλλων – επιδίωκαν να διασφαλίσουν πως δεν δινόταν ο ζωτικός χώρος για ενίσχυση της κινεζικής επιρροής στην περιοχή.

Στην κορυφή της ατζέντας αυτής της στρατηγικής, βρισκόταν η μεσολάβηση για μια ειρηνευτική συμφωνία της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ, η οποία θα μετατόπιζε την ισορροπία στην περιοχή προς όφελος της Ουάσιγκτον. Τα οφέλη για τις ΗΠΑ θα ήταν πολλαπλά, ενώ παράλληλα θα έφερνε και πάλι το Ριάντ στην αμερικανική πλευρά, την ώρα που το τελευταίο διάστημα φαίνεται να στρέφεται όλο και περισσότερο προς το μπλοκ της Ρωσίας και της Κίνας.

Ένα βασικό μέρος αυτού του σχεδίου ήταν και η προσπάθεια για να μειωθούν οι εντάσεις με το Ιράν, τον πιο ορκισμένο αντίπαλο των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Σε αυτό το πλαίσιο επιχείρησε να προσεγγίσει την Τεχεράνη με ορισμένα οικονομικά ανταλλάγματα, όπως η πρόσφατη απόφαση για ξεπάγωμα της πρόσβασης σε δισεκατομμύρια δολάρια από έσοδα από το πετρέλαιο, που είχαν μπλοκαριστεί στο πλαίσιο των κυρώσεων.

Όμως η στρατηγική κατευνασμού των ΗΠΑ κατέρρευσε εν μια νυκτί και συγκεκριμένα το βράδυ της 7ης Οκτωβρίου, όταν η Χαμάς, καταφέρνοντας να εξαπατήσει τις υπηρεσίες ασφαλείας και να υπερκεράσει τα φαινομενικά πανίσχυρα αμυντικά «τείχη» του Ισραήλ, εξαπέλυσε μια πρωτοφανή σε μέγεθος και βιαιότητα επίθεση στο εσωτερικό του εβραϊκού κράτους. Ήταν το φονικότερο χτύπημα από τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, το 1973. Η «11η Σεπτεμβρίου» του Ισραήλ ανέτρεψε τα πάντα και πυροδότησε μια νέα σφοδρή πολεμική σύγκρουση.

Η κατάληψη της Γάζας και ο μεγάλος φόβος

Το Ισραήλ ταπεινωμένο για την αποτυχία της αποτροπής της επίθεσης και σε κατάσταση σοκ από τις μαζικές εκτελέσεις πολιτών, ξεκίνησε ένα αδυσώπητο σφυροκόπημα της Λωρίδας της Γάζας, μετατρέποντας τον παλαιστινιακό θύλακα σε μια κόλαση επί Γης με τους νεκρούς να πλησιάζουν τους 3.000.

Ο πρωθυπουργός Μπενιαμίν Νετανιάχου, που όλο το προηγούμενο διάστημα «πόνταρε» στη Χαμάς για εξυπηρέτηση των σχεδίων του, διαμήνυσε πως η απάντηση θα είναι τόσο ηχηρή που «θα αλλάξει τη Μέση Ανατολή». Ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στα σύνορα της Λωρίδας της Γάζας και ο ισραηλινός στρατός ανακοίνωσε πως όλα είναι έτοιμα για μια χερσαία επιχείρηση και την κατάληψη της Γάζας. Και κάπου εκεί «ο χρόνος πάγωσε».

Το Ιράν, ο βασικός υποστηρικτής και χορηγός της Χαμάς, προειδοποίησε πως ο «άξονας της αντίστασης» (Ιράν, Χεζμπολάχ, Συρία) βρίσκεται με το «δάχτυλο στη σκανδάλη» και θα απαντήσει σε οποιαδήποτε κλιμάκωση από το Ισραήλ. Εξάλλου οι στενοί δεσμοί του με το Ιράν και τη Ρωσία ενθαρρύνουν μια πιο επιθετική στάση, που αναπόφευκτα απασχολεί τις ΗΠΑ και την ΕΕ, παράγοντας στρατηγικά και οικονομικά οφέλη για τη Μόσχα και το Πεκίνο.

Η Δύση υπό το φόβο μιας γενικευμένης σύγκρουσης, έθεσε την Τεχεράνη εκτός κάδρου ευθυνών για την επίθεση της Χαμάς, και σταδιακά έκαναν την εμφάνισή τους και επιφυλάξεις και ενστάσεις από τους συμμάχους του Ισραήλ για την κατάληψη της Γάζας. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, παρότι τόνισε το δικαίωμα του Ισραήλ να αμυνθεί και να εξαλείψει τη Χαμάς, υπογράμμισε πως θα ήταν μεγάλο λάθος του Ισραήλ να επιβάλει εκ νέου κατοχή στη Λωρίδα της Γάζας και πρόσθεσε πως «θα πρέπει να υπάρξει και ένας δρόμος για ένα παλαιστινιακό κράτος».

Με αυτό το μήνυμα, αλλά και με την παρουσία δύο αεροπλανοφόρων στην ανατολική μεσόγειο ως επίδειξη ισχύος και μηνύματος αποτροπής, ταξιδεύει ο πρόεδρος των ΗΠΑ στο Ισραήλ και δεν είναι λίγοι αυτοί που συνδέουν αυτή την επίσκεψη και με τη σιβυλλική δήλωση του εκπροσώπου του Ισραλινού στρατού σχετικά με τη χερσαία εισβολή και την κατάληψη της Γάζας. «Είναι γεγονός πως ετοιμαζόμαστε για τα επόμενα στάδια του πολέμου. Δεν έχουμε πει όμως ποια θα είναι. Όλοι μιλούν για χερσαία επίθεση. Μπορεί να είναι κάτι διαφορετικό», ανέφερε, ανατρέποντας τα δεδομένα για τη χερσαία επιχείρηση, η οποία φαίνεται πως δεν θα πρέπει να θεωρείται τόσο δεδομένη ή τουλάχιστον το μέγεθος αυτής.

Το τέλος της στρατηγικής του κατευνασμού

Οι εξελίξεις έχουν ανατρέψει ολόκληρη την προσέγγιση των ΗΠΑ στην περιοχή, η οποία φαινόταν καλή στα χαρτιά, αλλά στην πράξη, όπως υπογραμμίζει το Foreign Policy σε ανάλυσή του, «ώθησε περιφερειακές ένοπλες οργανώσεις πιο κοντά στο Ιράν και όξυνε τις υπάρχουσες γραμμές σύγκρουσης». Οι ΗΠΑ πίστευαν πως εάν αγνοούσαν το Παλαιστινιακό ζήτημα αυτό με κάποιον τρόπο και θα εξαφανιζόταν, όμως οι εξελίξεις απέδειξαν πως έκαναν λάθος.

Οι ΗΠΑ καλούνται πλέον να διαχειριστούν μια νέα τρομακτική κρίση στη Μέση Ανατολή και ενδεχομένως να πρέπει να εγκαταλείψουν πάρα πολλά για πολύ λίγα. Και το χειρότερο για την Ουάσιγκτον είναι πως σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχουν «εύκολες κινήσεις». Το Ισραήλ – με αίσθημα εκδίκησης, αλλά και με απώτερες επιδιώξεις – θέλει την εισβολή στη Γάζα και απορρίπτει μηνύματα περί «αυτοσυγκράτησης». Όμως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ανάφλεξη παγκόσμιας σημασίας.

Σε αυτή τη φάση, καμία από τις υπάρχουσες «λύσεις» δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί απέχουν επίσης πολύ από το να δώσουν στις ΗΠΑ τη δυνατότητα απεγκλωβισμού. Ο Λευκός Οίκος διαπιστώνει πως η προηγούμενη στρατηγική απέτυχε και για την εξυπηρέτηση των αμερικανικών συμφερόντων η επιστροφή στην πυριτιδαποθήκη της Μέσης Ανατολής κρίνεται επιβεβλημένη.

(*) Η τετραμερής σύνοδος ακυρώθηκε μετά τον βομβαρδισμό του νοσοκομείου στη Γάζα